χαροκόπος

χαροκόπος
Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Καρυστίας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιτάλων.
* * *
ο, Ν
1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τις διασκεδάσεις, γλεντζές
2. παροιμ. «τών ακριβών τα πράγματα σε χαροκόπου χέρια» — δηλώνει ότι μια περιουσία που έχει δημιουργηθεί με φιλαργυρία, περιέρχεται, συνήθως, στα χέρια σπάταλων κληρονόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. χαροκοπώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαροκόπος — ο θηλ. χαροκοπίστρα αυτός που γλεντάει διαρκώς, γλεντοκόπος, γλεντζές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χαροκόπος, Παναγής — Επιχειρηματίας και πολιτευτής. Καταγόταν από την Κεφαλονιά. Από νεαρή ηλικία έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στη Ρουμανία, όπου ασχολήθηκε με τις γεωργικές επιχειρήσεις. Εκεί, σημείωσε τόση επιτυχία στην… …   Dictionary of Greek

  • Charokopio-Universität — Vorlage:Infobox Hochschule/Mitarbeiter fehltVorlage:Infobox Hochschule/Professoren fehlt Charokopio Universität Gründung 1990 Trägerschaft …   Deutsch Wikipedia

  • -κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • χαροκοπιά — η, Ν [χαροκόπος] η ιδιότητα τού χαροκόπου …   Dictionary of Greek

  • χαροκόπι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πετροβουνίου. * * * το, Ν γλέντι, γλεντοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαροκόπος (βλ. και λ. κόπι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”